Confessio Amantis

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Confessio Amantis
ΣυγγραφέαςΤζον Γκάουερ
ΓλώσσαΜέση αγγλική γλώσσα
λατινική γλώσσα
Ημερομηνία δημοσίευσης1389
Μορφήποίημα
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Confessio Amantis ή Η εξομολόγηση του εραστή είναι ποίημα του Άγγλου ποιητή Τζον Γκάουερ γραμμένο στα μεσαιωνικά αγγλικά το 1389. Το έργο χρησιμοποιεί ως αφηγηματικό πλαίσιο την εξομολόγηση ενός άνδρα σε ιερέα και παρεμβάλλει μικρότερα αφηγηματικά ποιήματα με ποικίλα θέματα, μεταξύ των οποίων ο αυλικός έρωτας και η χριστιανική αγάπη. Αποτελείται από 33.000 στίχους σε οκτασύλλαβα δίστιχα. Σύμφωνα με τον πρόλογο, συντάχθηκε κατόπιν αιτήματος του Ριχάρδου Β'.[1]

Το έργο κατατάσσεται μεταξύ των σπουδαιότερων της αγγλικής λογοτεχνίας του τέλους του 14ου αιώνα, μαζί με τα έργα του Τζέφρι Τσώσερ και του Ουίλλιαμ Λάνγκλαντ.

Περιλαμβάνεται στο είδος των παρηγορητικών ποιημάτων, μια μεσαιωνική μορφή εμπνευσμένη από τη φιλοσοφία του Βοήθιου. Συνήθως όμως μελετάται παράλληλα με άλλες συλλογές ιστοριών από τον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα με παρόμοια δομή, όπως το Δεκαήμερο του Βοκάκιου και ιδιαίτερα τις Ιστορίες του Καντέρμπερι του Τσώσερ, με το οποίο έχουν πολλές κοινές ιστορίες.[2]

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σύνθεση του έργου πιθανότατα ξεκίνησε περίπου το 1386 και το έργο ολοκληρώθηκε το 1389. Στον πρόλογο, ο ποιητής αφηγείται ότι το έργο του ανατέθηκε από τον Ριχάρδο Β' μετά από μια τυχαία συνάντηση με τη βασιλική φορτηγίδα στον Τάμεση. Είναι αφιερωμένο στον βασιλιά και στον Τζέφρι Τσώσερ, και σε μια αναθεώρηση του 1392 στον μελλοντικό βασιλιά Ερρίκο Δ'.

Τα προηγούμενα ποιήματα του Γκάουερ είχαν γραφτεί στα αγγλο-νορμανδικά γαλλικά και στα λατινικά, γλώσσες που κυριαρχούσαν στην εποχή. Ο λόγος που επέλεξε να γράψει το τρίτο ποίημά του στα αγγλικά, όπως αναφέρει ο ίδιος ο ποιητής, είναι ότι «υπάρχουν λίγα κείμενα στα αγγλικά».

Το λεξιλόγιο δείχνει τη μόρφωση του συγγραφέα, με εκτενή χρήση γαλλικών και λατινικών γλωσσικών δανείων, μερικά από τα οποία είναι προφανώς πρωτότυπα. Για παράδειγμα, είναι το παλαιότερο έργο στο οποίο πιστοποιείται η λέξη ιστορία στα αγγλικά. [3]Από τις λατινικές επικεφαλίδες στην αρχή κάθε ενότητας αλλά και τον τίτλο, είναι σαφές ότι το έργο απευθυνόταν σε ένα κοινό εξοικειωμένο με τα λατινικά.

Το ποίημα είναι μια πραγματεία για τον έρωτα και τα πάθη των ερωτευμένων και διαλογισμός για τα Επτά Θανάσιμα Αμαρτήματα, με παραδείγματα από διάφορα ιστορικά χρονικά και γραπτά φιλοσόφων, ένα ηθικό δίδαγμα στους αναγνώστες του. Η εξομολόγηση του τίτλου υπογραμμίζει το άλλο θέμα: Χριστιανισμός και ηθική αρετή.[4]

Παρουσίαση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σελίδα από χειρόγραφο του έργου γύρω στο 1470

Το έργο χωρίζεται σε έναν πρόλογο και 8 κεφάλαια, που χωρίζονται θεματικά. Η αφηγηματική δομή επικαλύπτεται από τρία επίπεδα: τα εξωτερικά θέματα, το αφηγηματικό πλαίσιο και τις επιμέρους ιστορίες, που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του έργου.[5]

Εξωτερικά θέματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα εξωτερικά θέματα αναφέρονται στον πρόλογο και στον επίλογο. Στον πρόλογο ο ποιητής περιγράφει εκτενώς τις πολυάριθμες αδυναμίες που εντοπίζει στις τρεις κοινωνικές τάξεις (ευγενείς, εκκλησία και λαός) της εποχής του. Αυτή η ενότητα τελειώνει με μια αφήγηση ενός ονείρου του Ναβουχοδονόσορα στο οποίο ταυτίζει ένα άγαλμα από σίδηρο ανακατεμένο με πηλό με τον μεσαιωνικό κόσμο, που ο Γκάουερ αντιλαμβάνεται ως απελπιστικά διχασμένο και στα πρόθυρα επικείμενης κατάρρευσης. Δεκάδες χιλιάδες στίχους αργότερα, ο επίλογος επιστρέφει σε αυτές τις ανησυχίες, προσεγγίζοντας ξανά τα θέματα που τον απασχολούν. Βασικά, υποστηρίζει ότι το καλό στην κοινωνία διαφθείρεται από το κακό που δεν έχει εξαγνιστεί με εξομολόγηση. Οι άνθρωποι είναι ανέντιμοι και πρέπει να λογοδοτήσουν για τις αμαρτίες τους. [6]

Το αφηγηματικό πλαίσιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πρώτο βιβλίο ανοίγει με τον Άμανς (Εραστής) να περπατά μόνος του σε ένα δάσος. Βασανίζεται από τον καημό του ανεκπλήρωτου έρωτα και καλεί σε βοήθεια την Αφροδίτη και τον Έρωτα. Η Αφροδίτη του προτείνει να εξομολογηθεί τις αμαρτίες του για να έχει επιτυχία και τον αφήνει στη φροντίδα του ιερέα της Τζίνιους που θα ακούσει την εξομολόγησή του.[7]

Ο ιερέας εξηγεί στον Άμανς τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, ερμηνεύοντάς τα στα πλαίσια της παράδοσης του αυλικού έρωτα. Τα εξηγεί με παραδείγματα και ζητά από τον Άμανς να εξομολογηθεί λεπτομερώς πώς τα έχει διαπράξει. Κάθε κεφάλαιο του ποιήματος είναι αφιερωμένο σε ένα μόνο αμάρτημα και τα πρώτα έξι βιβλία ακολουθούν την παραδοσιακή σειρά των πρώτων έξι αμαρτημάτων: αλαζονεία, φθόνος, οργή, οκνηρία, απληστία, λαιμαργία και λαγνεία.

Όταν τελειώνουν τα πρώτα έξι αμαρτήματα, ο Άμανς ζητά από τον ιερέα ένα διάλειμμα. Σταματούν και αρχίζουν να συζητούν για τη σοφία. Ο ιερέας αναφέρεται εκτενώς στην εκπαίδευση που δόθηκε από τον Αριστοτέλη στον Μέγα Αλέξανδρο. Αυτή είναι η ευκαιρία του Γκάουερ να διατυπώσει τις απόψεις του για τις ιδιότητες του καλού ηγεμόνα, άμεσο σχόλιο κατά του βασιλιά Ριχάρδο Β' τον οποίο ο ποιητής θεωρούσε ακατάλληλο ηγέτη, αυτή η παρέκκλιση είναι το πιο συχνά επικρινόμενο τμήμα της δομής του ποιήματος.

Το τελευταίο κεφάλαιο επιστρέφει στην εξομολόγηση. Το τελικό αμάρτημα θα έπρεπε να είναι η λαγνεία, αλλά επειδή αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί αμάρτημα από την Αφροδίτη, το θέμα του τελευταίου βιβλίου περιορίζεται στη διαστροφή της αιμομιξίας. Αν και ο Άμανς δεν έχει διαπράξει αυτό το αμάρτημα, ο ιερέας του αφηγείται τη μεγαλύτερη ιστορία του έργου, την Ιστορία του Απολλώνιου της Τύρου. Τελικά, ο ιερέας του δίνει άφεση για όλες τις αμαρτίες του και η Αφροδίτη τον λυτρώνει από τον ανικανοποίητο έρωτά του. [8]

Οι ιστορίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε όλη την εξομολόγηση ο ιερέας, στην προσπάθειά του να διδάξει στον Άμανς έναν καλύτερο δρόμο από αυτόν που έχει ακολουθήσει στο παρελθόν, διηγείται πάνω από 100 διαφορετικές ιστορίες που είναι διασκευασμένες κυρίως από κλασικές και μεσαιωνικές πηγές και παρουσιάζονται με τρυφερότητα και αφηγηματική τέχνη. Αναφέρει ιστορίες από τη Βίβλο και πολλούς κλασικούς μύθους, ειδικά αυτοί που προέρχονται από τις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου κάνουν την πρώτη από τις πολυάριθμες εμφανίσεις τους στην αγγλική λογοτεχνία. [9]

Αποτίμηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Τζον Γκάουερ σε εικονογραφημένο χειρόγραφο γύρω στο 1414 έως 1422

Στους συγχρόνους του, το έργο ήταν εξ ίσου γνωστό με την ποίηση του Τζέφρι Τσώσερ. Ένας κατάλογος δείχνει ότι την εποχή πριν από το τυπογραφείο ήταν ένα από τα χειρόγραφα που αντιγράφονταν συχνότερα (59 αντίτυπα), μαζί με τις Ιστορίες του Καντέρμπερι (72 αντίτυπα) και τον Πιρς Πλόουμαν (63 αντίτυπα). Το 1476, με την εμφάνιση της τυπογραφίας στην Αγγλία, ο Ουίλιαμ Κάξτον το εκτύπωσε συγχρόνως με τις ιστορίες του Τσώσερ. Αλλά, αν και δεν είχε την επιρροή των έργων του Τσώσερ που έγιναν το πρότυπο για τους μελλοντικούς ποιητές, επηρέασε πολλούς σύγχρονους και μεταγενέστερους, ο Σαίξπηρ αναφέρει το έργο ως πηγή για έργα του, όπως τα Περικλής, ο πρίγκιπας της Τύρου στο οποίο ο Γκάουερ εμφανίζεται ως αφηγητής και μέλος της χορωδίας και Ο βιασμός της Λουκρητίας.

Γενικά, το Confessio θεωρείται εμβληματικό έργο της αναδυόμενης μεσαιωνικής αγγλικής λογοτεχνίας, σημαντικό ως ένα από τα πρώτα ποιήματα γραμμένα στα αγγλικά και αναγνωρίζεται ανάμεσα στα λίγα έργα που έθεσαν τα θεμέλια του λογοτεχνικού κύρους πάνω στα οποία οικοδομήθηκε η σύγχρονη αγγλική λογοτεχνία.[10]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

{{Authority control