Χρήστης:Kwnstantinos mavromatis/πρόχειρο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Παραγραμματισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Παραγραμματισμός είναι η ατελής ή συγκεχυμένη χρήση γραμματικών τύπων, η οποία εμφανίζεται σε ορισμένες διαταραχές του λόγου[1].  Ορίζεται ως αδυναμία παραγωγής γραματικά σωστών προτάσεων. Είναι τυπικό χαρακτηριστικό κυρίως της δεκτικής αφασίας ( αφασία Wernicke). Μερικές φορές ονομάζεται και ‘εκτεταμένη παραφασία’, ωστόσο διαφέρει από την τυπική παραφασία . Ο Παραγραμματισμός είναι κοντινή έννοια με αυτή της λεγόμενης ‘εκφραστικής σαλάτας’, η οποία αφορά τη σημασιολογική συνοχή του λόγου παρά την παραγωγή.

Ιστορικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο όρος εισήχθηκε για πρώτη φορά από τον Καρλ Κλάιζε (Karl Kleise) το 1916[2] και χρησιμοποιείται για να εκφράσει την διαταραγμένη έκφραση σε επίπεδο σειράς λέξεων, συντακτικής  δομής και μορφολογίας [3](Schlenck 1991:199f).

Η πλειοψηφία των ερευνητών υποστηρίζει ότι η λανθασμένη συντακτική δομή προέρχεται από διαταραχή  του συντακτικού σχεδίου της εκφοράς λόγου.(de Bleser/Bayer 1993:160f).

Στην εκφραστική αφασία, η προφορική έκφραση χαρακτηρίζεται συχνά από γραμματική έκπτωση, δηλαδή είναι έκφραση αρκετά απομειωμένη σε γραμματική ή απλά ελλειπής. Στη δεκτική όμως, αφασία (αφασία του Wernicke) ,  η προφορική έκφραση είναι συχνά ελειμματική σε γραμματική. Αντίθετα, στην ακφραστική αφασία, η έκφραση είναι φαινομενικά γραμματική αλλά με παραφθορές στο περιεχόμενο. Παρά αυτή την αρχική εικόνα, υπάρχουν μορφολογικά και συντακτικά λάθη σε αυτόν τον τύπο αφασίας. Ωστόσο, πολύ συχνά παρατηρούνται περισσότερο αντικαταστάσεις λέξεων και όχι παραλλείψεις.

Αιτιολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Χιούμπερ (Huber) θεωρεί ως αίτιο των συντακτικών λαθών τη διαταραχή της διαδοχικής οργάνωσης των προτάσεων (1981:3). Οι περισσότεροι σπουδαστές και επαγγελματίες θεωρούν τον παραγραμματισμό ως το μορφοσυντακτικό σύμπτωμα ‘leitsymptom’ της αφασίας του Βέρνικε (Wernicke).

Όμως, από την εισαγωγή του όρου ‘παραγραμματισμός’ κάποιοι σπουδαστές επισήμαναν ότι τα παραγραμματικά και αγραμματικά φενόμενα, τα οποία στην κλασσική αποτελούν μέρος της αφασίας του Μπρόκα ( Broca), μπορεί να εμφανίζονται παράλληλα στον ίδιο ασθενή.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1.  "Definition of paragrammatism". Oxford Dictionaries (British & World English).
  2. Jump up^ Heeschen, Claus; Kolk, Herman (1988). "Agrammatism and paragrammatism". Aphasiology 2 (3–4): 299–302.doi:10.1080/02687038808248928. ISSN 0268-7038.
  3. ^ Jump up to:a b Butterworth, Brian; Howard, David (1987). "Paragrammatisms". Cognition 26 (1): 1–37. doi:10.1016/0010-0277(87)90012-6.ISSN 0010-0277. PMID 3608394.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Bates E, Friederici A, Wulfeck B (December 1987). "Grammatical morphology in aphasia: evidence from three languages". Cortex 23 (4): 545–74. doi:10.1016/s0010-9452(87)80049-7. PMID 3327655.
  • Bastiaanse, R.; Edwards, S.; Kiss, K. (1996). "Fluent aphasia in three languages: Aspects of spontaneous speech". Aphasiology 10 (6): 561–575. doi:10.1080/02687039608248437. ISSN 0268-7038.
  • Bleser, R. De (1987). "From agrammatism to paragrammatism: German aphasiological traditions and grammatical disturbances". Cognitive Neuropsychology 4 (2): 187–256. doi:10.1080/02643298708252039. ISSN 0264-3294.
  • Butterworth, Brian; Panzeri, Marta; Semenza, Carlo; Ferreri, Tiziana (1990). "Paragrammatisms: A longitudinal study of an Italian patient". Language and Cognitive Processes 5 (2): 115–140. doi:10.1080/01690969008402101. ISSN 0169-0965.</ref>
  • Eling, Paul; de Bot, Kees; Keyser, Antoine; van der Sande, Catrientje (1987). "Paragrammatic speech without a comprehension deficit? A case report". Brain and Language 31 (1): 36–42. doi:10.1016/0093-934X(87)90059-9. ISSN 0093-934X.PMID 2437996.

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]