Η ιστορία του εμπόρου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η ιστορία του εμπόρου
Ο έμπορος, όπως παρουσιάζεται σε εικονογραφημένο χειρόγραφο των αρχών του 15ου αιώνα
ΣυγγραφέαςΤζόφρι Σώσερ
ΓλώσσαΜέση αγγλική γλώσσα
Μορφήποίημα
ΠροηγούμενοΗ ιστορία του σπουδαστή
ΕπόμενοΗ ιστορία του ακόλουθου του ιππότη
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η ιστορία του εμπόρου (αγγλικός τίτλος: The Merchant's Tale) είναι η δέκατη από τις Ιστορίες του Καντέρμπερι (1387-1400) του Τζέφρυ Τσώσερ και αφηγείται ένα περιστατικό από τον γάμο ενός ανόητου ζηλιάρη γέροντα και της νεαρής άπιστης συζύγου του, ιστορία στην οποία η ανήθικη συμπεριφορά της συζύγου έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με την ιστορία της υπομονετικής και υπάκουης γυναίκας της Ιστορίας του σπουδαστή που μόλις άκουσαν. [1]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά από έναν πρόλογο όπου ο έμπορος θρηνεί για τη σκληρότητα της γυναίκας του, διηγείται μια ιστορία που διαδραματίζεται στην Παβία όπου ο 60χρονος ιππότης Τζένιουαρι (Ιανουάριος) σκέφτεται να παντρευτεί. Ζητά συμβουλή από τους δύο αδελφούς του, που αντιτίθεται στον γάμο από δική τους εμπειρία. Ο ματαιόδοξος ιππότης ακούει μόνο τις κολακείες ενός συκοφάντη φίλου του, αγνοεί τη συμβουλή των αδελφών του και παντρεύεται μια νεαρή κοπέλα, την 20χρονη πανέμορφη Μέι (Μάιος).[2]

Κατά τη διάρκεια της γιορτής που ακολούθησε την τελετή, ο ακόλουθος του ιππότη, ο νεαρός Ντέμιαν, ερωτεύεται τη Μέι, η οποία ανταποκρίνεται στον έρωτά του και ψάχνει τρόπο να απατήσει διακριτικά τον άντρα της. Ξαφνικά, ο γέρος ιππότης τυφλώνεται, αλλά παρόλα αυτά καταφέρνει να κρατά πάντα υπό έλεγχο τη νεαρή σύζυγο, καθώς τη ζηλεύει υπερβολικά.[3]

Μια μέρα, η Μέι καταφέρνει να συνεννοηθεί με τον Ντέμιαν να συναντηθούν σε μια αχλαδιά στον ιδιωτικό κήπο που είχε φτιάξει ο γέρος ιππότης για τη νεαρή γυναίκα του. Καθώς ο ιππότης και η Μέι βρίσκονται στον κήπο, εκείνη του ζητά να της κόψει ένα αχλάδι. Αυτός απαντά ότι δεν βλέπει, αλλά την αφήνει να σκαρφαλώσει στο δέντρο για να κόψει μόνη της. Ο Ντέμιαν την περιμένει εκεί πάνω και οι δύο νέοι αγκαλιάζονται σε ερωτική ευδαιμονία στα κλαδιά της αχλαδιάς.

Ωστόσο, όλη αυτή η σκηνή είχε δύο μάρτυρες: τον Πλούτωνα και την Προσερπίνα. Εξοργισμένος από τη συμπεριφορά των γυναικών, ο Πλούτωνας αποκαθιστά την όραση του ιππότη, ο οποίος ξεφωνίζει όταν βλέπει τους δύο εραστές γυμνούς πάνω στο δέντρο. Ωστόσο, η Μέι έχει έτοιμη μια δικαιολογία χάρη στην παρέμβαση της Προσερπίνας: ισχυρίζεται ότι έμαθε ότι θα έβρισκε το φως του αν αυτή πάλευε με έναν άνδρα πάνω σε ένα δέντρο, ότι αυτό που αντίκρισε ήταν στην πραγματικότητα ένα τέχνασμα της όρασης που μόλις επανήλθε και τον κάνει να μην πιστεύει αυτό που είδε με τα μάτια του. Ο γέρος ιππότης, χαρούμενος με την απρόσμενη ανάρρωσή του, την πιστεύει και επιστρέφουν και οι δύο μαζί στο σπίτι τους.[4]

Πηγές και γραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πλοκή είναι εμπνευσμένη, με κάποιες διασκευές, από ένα έργο στα μεσαιωνικά λατινικά του 12ου αιώνα, την ελεγειακή κωμωδία Λυδία. Την ιστορία είχε ήδη χρησιμοποιήσει ο Βοκάκιος για το επεισόδιο της Λυδίας, του Νικοστράτου και του Πύρρου, στην 9η ιστορία της 7ης ημέρας του Δεκαήμερου.

Το πρώτο μέρος, που προσφέρει μια εκτενή ανάλυση των καλών και των κακών πλευρών του γάμου, είναι εμπνευσμένο από τη Μυθιστορία του ρόδου. Η ιστορία της αχλαδιάς είναι πιθανώς ανατολίτικης προέλευσης, αναφέρεται στις Χίλιες και μια νύχτες.

Η παρουσία των θεών έχει ιδιαίτερη σημασία όπως σχετίζεται με την ιστορία: σύμφωνα με τη μυθολογία, ο Πλούτων, ο Βασιλιάς του Κάτω Κόσμου, έκλεψε και κράτησε αιχμάλωτη τη νεαρή Προσερπίνα, που στη Ρωμαϊκή μυθολογία ταυτίζεται με την Περσεφόνη, και τελικά την ανάγκασε να τον παντρευτεί.[5]

Ακολουθεί Η ιστορία του ακόλουθου του ιππότη.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]